Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

αἱ ϑύραι καὶ σανίδες

См. также в других словарях:

  • δικλίδα — και δικλείδα, η (Α δικλίς) νεοελλ. 1. βαλβίδα, γλωττίδα που επιτρέπει τη δίοδο υγρού ή αερίου μόνο προς μία κατεύθυνση 2. ναυτ. τα δύο φύλλα τής κανονιοθυρίδας, το δίφυλλο πορτέλο τής μπουκαπόρτας 3. φρ. «ασφαλιστική δικλίδα» ή «δικλίδα… …   Dictionary of Greek

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»